μπήχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπήχτης | οι | μπήχτες |
| γενική | του | μπήχτη | των | μπηχτών |
| αιτιατική | τον | μπήχτη | τους | μπήχτες |
| κλητική | μπήχτη | μπήχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μπήχτης αρσενικό
- (αργκό) αυτός που ανενδοίαστα ή πιεστικά προσπαθεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με γυναίκες
- ※ Καλή φωνή, ωραίο παιδί και μέγας μπήχτης και σεξουλιάρης.
- ※ Πρώτο θέμα συζήτησης ο παλιόγερος στα καφενεία, μέγας μπήχτης, ένα σωρό παράδες ξοδεύει στις πουτάνες που του στέλνουν σπίτι του οι τσατσάδες για να τον ευχαριστήσουν. Αυτές θα του τα φάνε, άκληρος είναι, ούτε παιδιά έχει ούτε σκυλιά, κανέναν δεν έχει.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μπήχτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.