μπήγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπήγομαι < παθητική φωνή του ρήματος μπήγω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπήγομαι | μπηγόμουν(α) | θα μπήγομαι | να μπήγομαι | ||
| β' ενικ. | μπήγεσαι | μπηγόσουν(α) | θα μπήγεσαι | να μπήγεσαι | (μπήγου) | |
| γ' ενικ. | μπήγεται | μπηγόταν(ε) | θα μπήγεται | να μπήγεται | ||
| α' πληθ. | μπηγόμαστε | μπηγόμαστε μπηγόμασταν |
θα μπηγόμαστε | να μπηγόμαστε | ||
| β' πληθ. | μπήγεστε | μπηγόσαστε μπηγόσασταν |
θα μπήγεστε | να μπήγεστε | (μπήγεστε) | |
| γ' πληθ. | μπήγονται | μπήγονταν μπηγόντουσαν |
θα μπήγονται | να μπήγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπήχτηκα | θα μπηχτώ | να μπηχτώ | μπηχτεί | ||
| β' ενικ. | μπήχτηκες | θα μπηχτείς | να μπηχτείς | μπήξου | ||
| γ' ενικ. | μπήχτηκε | θα μπηχτεί | να μπηχτεί | |||
| α' πληθ. | μπηχτήκαμε | θα μπηχτούμε | να μπηχτούμε | |||
| β' πληθ. | μπηχτήκατε | θα μπηχτείτε | να μπηχτείτε | μπηχτείτε | ||
| γ' πληθ. | μπήχτηκαν μπηχτήκαν(ε) |
θα μπηχτούν(ε) | να μπηχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μπηχτεί | είχα μπηχτεί | θα έχω μπηχτεί | να έχω μπηχτεί | μπηγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μπηχτεί | είχες μπηχτεί | θα έχεις μπηχτεί | να έχεις μπηχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μπηχτεί | είχε μπηχτεί | θα έχει μπηχτεί | να έχει μπηχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπηχτεί | είχαμε μπηχτεί | θα έχουμε μπηχτεί | να έχουμε μπηχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μπηχτεί | είχατε μπηχτεί | θα έχετε μπηχτεί | να έχετε μπηχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπηχτεί | είχαν μπηχτεί | θα έχουν μπηχτεί | να έχουν μπηχτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μπηγμένος - είμαστε, είστε, είναι μπηγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μπηγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μπηγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μπηγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μπηγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μπηγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μπηγμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.