μοχλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοχλικός η μοχλική το μοχλικό
      γενική του μοχλικού της μοχλικής του μοχλικού
    αιτιατική τον μοχλικό τη μοχλική το μοχλικό
     κλητική μοχλικέ μοχλική μοχλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοχλικοί οι μοχλικές τα μοχλικά
      γενική των μοχλικών των μοχλικών των μοχλικών
    αιτιατική τους μοχλικούς τις μοχλικές τα μοχλικά
     κλητική μοχλικοί μοχλικές μοχλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοχλικός < μοχλός + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.xliˈkos/

Επίθετο

μοχλικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.