μουχρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουχρωμένος η μουχρωμένη το μουχρωμένο
      γενική του μουχρωμένου της μουχρωμένης του μουχρωμένου
    αιτιατική τον μουχρωμένο τη μουχρωμένη το μουχρωμένο
     κλητική μουχρωμένε μουχρωμένη μουχρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουχρωμένοι οι μουχρωμένες τα μουχρωμένα
      γενική των μουχρωμένων των μουχρωμένων των μουχρωμένων
    αιτιατική τους μουχρωμένους τις μουχρωμένες τα μουχρωμένα
     κλητική μουχρωμένοι μουχρωμένες μουχρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μουχρωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.