гость

Ρωσικά (ru)

Ετυμολογία

гость < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική гость < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰóstis· σχετίζεται με τη γοτθική 𐌲𐌰𐍃𐍄𐍃 και τη γερμανική Gast

Ουσιαστικό

гость (ru) αρσενικό

  1. επισκέπτης
  2. φιλοξενούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.