μουσαφιρλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μουσαφιρλίκι | τα | μουσαφιρλίκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | μουσαφιρλίκι | τα | μουσαφιρλίκια |
| κλητική | μουσαφιρλίκι | μουσαφιρλίκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουσαφιρλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική misafirlik + -ι < misafir < αραβική مسافر (mosâfer: ταξιδιώτης)
Ουσιαστικό
μουσαφιρλίκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) η περιποίηση που προσφέρεται σε κάποιον επισκέπτη, φιλοξενούμενο ή μουσαφίρη
- (ιδιωματικό) κεράσματα και ευχές που γίνονταν για να ευχηθούν σε ναυτικούς το «καλώς ήρθατε» και για να γιορτάσουν την ασφαλή επιστροφή τους
- Ἦσαν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ διὰ ν᾽ ἀποπλεύσωσι, κ᾽ ἐδεξιοῦντο ἕνα συνάδελφόν των, ἐκείνην τὴν ἑσπέραν φθάσαντα αἰσίως μὲ τὴν σκούναν του, τὸν καπετὰν Γιάννην τὸν Ἰμβριώτην· ἔκαμαν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰν τὰ μουσαφιρλίκια, εἶτα ὁ καπετὰν Γιάννης ἠθέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς κάμῃ τὰ σαλαμετλίκια. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αμερικάνος)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μουσαφίρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.