-αδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -αδιά οι -αδιές
      γενική της -αδιάς των -αδιών
    αιτιατική τη(ν) -αδιά τις -αδιές
     κλητική -αδιά -αδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-αδιά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διά

Επίθημα

-αδιά θηλυκό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αδιά στο Βικιλεξικό

Πηγές

  • -αδιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.