μουντζωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουντζωμένος η μουντζωμένη το μουντζωμένο
      γενική του μουντζωμένου της μουντζωμένης του μουντζωμένου
    αιτιατική τον μουντζωμένο τη μουντζωμένη το μουντζωμένο
     κλητική μουντζωμένε μουντζωμένη μουντζωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουντζωμένοι οι μουντζωμένες τα μουντζωμένα
      γενική των μουντζωμένων των μουντζωμένων των μουντζωμένων
    αιτιατική τους μουντζωμένους τις μουντζωμένες τα μουντζωμένα
     κλητική μουντζωμένοι μουντζωμένες μουντζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μουντζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μουντζώνω

Μετοχή

μουντζωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.