μουμιοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουμιοποιημένος η μουμιοποιημένη το μουμιοποιημένο
      γενική του μουμιοποιημένου της μουμιοποιημένης του μουμιοποιημένου
    αιτιατική τον μουμιοποιημένο τη μουμιοποιημένη το μουμιοποιημένο
     κλητική μουμιοποιημένε μουμιοποιημένη μουμιοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουμιοποιημένοι οι μουμιοποιημένες τα μουμιοποιημένα
      γενική των μουμιοποιημένων των μουμιοποιημένων των μουμιοποιημένων
    αιτιατική τους μουμιοποιημένους τις μουμιοποιημένες τα μουμιοποιημένα
     κλητική μουμιοποιημένοι μουμιοποιημένες μουμιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μουμιοποιημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.