μοστραρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοστραρισμένος η μοστραρισμένη το μοστραρισμένο
      γενική του μοστραρισμένου της μοστραρισμένης του μοστραρισμένου
    αιτιατική τον μοστραρισμένο τη μοστραρισμένη το μοστραρισμένο
     κλητική μοστραρισμένε μοστραρισμένη μοστραρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοστραρισμένοι οι μοστραρισμένες τα μοστραρισμένα
      γενική των μοστραρισμένων των μοστραρισμένων των μοστραρισμένων
    αιτιατική τους μοστραρισμένους τις μοστραρισμένες τα μοστραρισμένα
     κλητική μοστραρισμένοι μοστραρισμένες μοστραρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοστραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοστράρω

Μετοχή

μοστραρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.