μορμολύκειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μορμολύκειο | τα | μορμολύκεια |
| γενική | του | μορμολυκείου & μορμολύκειου |
των | μορμολυκείων |
| αιτιατική | το | μορμολύκειο | τα | μορμολύκεια |
| κλητική | μορμολύκειο | μορμολύκεια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μορμολύκειο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μορμολύκειον / μορμολυκεῖον (σκιάχτρο, ξωτικό) < μορμολύττομαι < Μορμώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /moɾ.moˈli.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐μο‐λύ‐κει‐ο
Ουσιαστικό
μορμολύκειο ουδέτερο
- (μειωτικό) πανάσχημος γέρος ή γριά που η εμφάνισή του / της απωθεί τους πάντες
- (συνήθ. μτφ.) καθετί το οποίο προκαλεί τρόμο, το σκιάχτρο, το φόβητρο.
Μεταφράσεις
μορμολύκειο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.