Μορμώ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Μορμώ
      γενική τῆς Μορμόος
& Μορμοῦς
      δοτική τῇ Μορμοῖ
    αιτιατική τὴν Μορμώ
     κλητική ! Μορμοῖ
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'φειδώ' όπως «φειδώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μορμώ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

Μορμώ θηλυκό

  • Μορμών, -όνος (και με πληθυντικό)

Παράγωγα

Συνώνυμα

Σημειώσεις

Η Μορμώ ήταν θηλυκός μπαμπούλας, με τον οποίο οι αρχαίοι φοβέριζαν τα παιδιά, λέγοντας τους ότι είναι μια κουτσή γριά που θα τα δαγκώσει αν είναι άτακτα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.