μοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μοριακός | η | μοριακή | το | μοριακό |
| γενική | του | μοριακού | της | μοριακής | του | μοριακού |
| αιτιατική | τον | μοριακό | τη | μοριακή | το | μοριακό |
| κλητική | μοριακέ | μοριακή | μοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μοριακοί | οι | μοριακές | τα | μοριακά |
| γενική | των | μοριακών | των | μοριακών | των | μοριακών |
| αιτιατική | τους | μοριακούς | τις | μοριακές | τα | μοριακά |
| κλητική | μοριακοί | μοριακές | μοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.ɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ρι‐α‐κός
Επίθετο
μοριακός, -ή, -ό
- (φυσική, χημεία) που σχετίζεται ή αναφέρεται σε μόριο, μόρια
- ↪ μοριακός έλεγχος
Πολυλεκτικοί όροι
- μοριακή βιολογία
- μοριακή γενετική
- μοριακή δέσμη
- μοριακό βάρος
- μοριακός τύπος
Αναφορές
- μοριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.