μοριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοριακός η μοριακή το μοριακό
      γενική του μοριακού της μοριακής του μοριακού
    αιτιατική τον μοριακό τη μοριακή το μοριακό
     κλητική μοριακέ μοριακή μοριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοριακοί οι μοριακές τα μοριακά
      γενική των μοριακών των μοριακών των μοριακών
    αιτιατική τους μοριακούς τις μοριακές τα μοριακά
     κλητική μοριακοί μοριακές μοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μοριακός < μόρι(ο) + -ακός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.ɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοριακός

Επίθετο

μοριακός, -ή, -ό

  • (φυσική, χημεία) που σχετίζεται ή αναφέρεται σε μόριο, μόρια
    μοριακός έλεγχος

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.