μοριακός τύπος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μοριακός τύπος < μοριακός + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική molecular formula ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική formule moléculaire)

Πολυλεκτικός όρος

μοριακός τύπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.