μοριακός τύπος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοριακός τύπος < μοριακός + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική molecular formula ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική formule moléculaire)
Πολυλεκτικός όρος
μοριακός τύπος αρσενικό
-
Χημικός τύπος στη Βικιπαίδεια

- εμπειρικός τύπος
- συντακτικός τύπος
Μεταφράσεις
μοριακός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.