μοντελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοντελάκι τα μοντελάκια
      γενική
    αιτιατική το μοντελάκι τα μοντελάκια
     κλητική μοντελάκι μοντελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοντελάκι < μοντέλο + υποκοριστικό επίθημα -άκι < ιταλική modello < λατινική modus

Ουσιαστικό

μοντελάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.