μοντελοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοντελοποίηση οι μοντελοποιήσεις
      γενική της μοντελοποίησης των μοντελοποιήσεων
    αιτιατική τη μοντελοποίηση τις μοντελοποιήσεις
     κλητική μοντελοποίηση μοντελοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μοντελοποίηση < αγγλική modelling ή γαλλική modélisation. Μορφολογικά αναλύεται σε μοντέλο + -ποίηση.

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.de.loˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοντελοποίηση

Ουσιαστικό

μοντελοποίηση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μοντελοποιώ
      Η μοντελοποίηση επιχειρησιακών διεργασιών αποτελεί ένα βασικό στοιχείο του Business Performance Management, ένας επιχειρησιακός όρος για την προσπάθεια των εταιρειών να διαχειριστούν τόσο τις επιχειρησιακές τους διεργασίες όσο και τα συστήματα πληροφορικής τους σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο.
    Νέο λογισμικό εταιρειών από την IBM (2 Οκτωβρίου 2004), Η Καθημερινή

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.