μοντελίστ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μοντελίστ < (άμεσο δάνειο) γαλλική modéliste < modèle < δημώδης λατινική modellus < λατινική modulus, υποκοριστικό του modus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mod-os (μέτρο) < *med- (μετρώ)

Ουσιαστικό

μοντελίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.