μοντελισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοντελισμός | οι | μοντελισμοί |
| γενική | του | μοντελισμού | των | μοντελισμών |
| αιτιατική | τον | μοντελισμό | τους | μοντελισμούς |
| κλητική | μοντελισμέ | μοντελισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.de.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐ντε‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
μοντελισμός αρσενικό
- η συναρμολόγηση μοντέλων αεροπλάνων, πλοίων κ.λπ., τα οποία αποτελούν μικρογραφία των αυθεντικών
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μοντέλο
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.