μονοτόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοτόκος | η | μονοτόκος & μονοτόκα |
το | μονοτόκο |
| γενική | του | μονοτόκου | της | μονοτόκου & μονοτόκας |
του | μονοτόκου |
| αιτιατική | τον | μονοτόκο | τη | μονοτόκο & μονοτόκα |
το | μονοτόκο |
| κλητική | μονοτόκε | μονοτόκε & μονοτόκα |
μονοτόκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοτόκοι | οι | μονοτόκοι & μονοτόκες |
τα | μονοτόκα |
| γενική | των | μονοτόκων | των | μονοτόκων | των | μονοτόκων |
| αιτιατική | τους | μονοτόκους | τις | μονοτόκους & μονοτόκες |
τα | μονοτόκα |
| κλητική | μονοτόκοι | μονοτόκοι & μονοτόκες |
μονοτόκα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μονοτόκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.