μονοσταυρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοσταυρία οι μονοσταυρίες
      γενική της μονοσταυρίας των μονοσταυριών
    αιτιατική τη μονοσταυρία τις μονοσταυρίες
     κλητική μονοσταυρία μονοσταυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοσταυρία < μονο- + σταυρός + -ία

Ουσιαστικό

μονοσταυρία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.