μονοσταυρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονοσταυρία | οι | μονοσταυρίες |
| γενική | της | μονοσταυρίας | των | μονοσταυριών |
| αιτιατική | τη | μονοσταυρία | τις | μονοσταυρίες |
| κλητική | μονοσταυρία | μονοσταυρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μονοσταυρία θηλυκό
- η δυνατότητα επιλογής / ψήφισης ενός μόνο υποψηφίου με την σημείωση ενός μόνο σταυρού προτίμησης δίπλα σε ένα από τα ονόματα της λίστας υποψηφίων / ψηφοδελτίου
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μονοσταυρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.