πολυσταυρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυσταυρία | οι | πολυσταυρίες |
| γενική | της | πολυσταυρίας | των | πολυσταυριών |
| αιτιατική | την | πολυσταυρία | τις | πολυσταυρίες |
| κλητική | πολυσταυρία | πολυσταυρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολυσταυρία θηλυκό
- (πολιτική) σύστημα ψηφοφορίας κατά το οποίο μπορούν να τεθούν σε ψηφοδέλτιο σταυροί προτίμησης σε περισσότερους του ενός υποψηφίους
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πολυσταυρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.