πολυσταυρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυσταυρία οι πολυσταυρίες
      γενική της πολυσταυρίας των πολυσταυριών
    αιτιατική την πολυσταυρία τις πολυσταυρίες
     κλητική πολυσταυρία πολυσταυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυσταυρία < πολυ- + σταυρός + -ία

Ουσιαστικό

πολυσταυρία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.