μονολεχτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονολεχτικός | η | μονολεχτική | το | μονολεχτικό |
| γενική | του | μονολεχτικού | της | μονολεχτικής | του | μονολεχτικού |
| αιτιατική | τον | μονολεχτικό | τη | μονολεχτική | το | μονολεχτικό |
| κλητική | μονολεχτικέ | μονολεχτική | μονολεχτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονολεχτικοί | οι | μονολεχτικές | τα | μονολεχτικά |
| γενική | των | μονολεχτικών | των | μονολεχτικών | των | μονολεχτικών |
| αιτιατική | τους | μονολεχτικούς | τις | μονολεχτικές | τα | μονολεχτικά |
| κλητική | μονολεχτικοί | μονολεχτικές | μονολεχτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονολεχτικός < μονολεκτικός με τροπή άρθρωσης [kt] > [xt] κατά την προφορά της δημοτικής. Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + λεχτικός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.no.le.xtiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐λε‐χτι‐κός
Μεταφράσεις
μονολεχτικός
|
Αναφορές
- «μονολεκτικός (& μονολεχτικός)» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.