μονοκυτταρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκυτταρικός η μονοκυτταρική το μονοκυτταρικό
      γενική του μονοκυτταρικού της μονοκυτταρικής του μονοκυτταρικού
    αιτιατική τον μονοκυτταρικό τη μονοκυτταρική το μονοκυτταρικό
     κλητική μονοκυτταρικέ μονοκυτταρική μονοκυτταρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκυτταρικοί οι μονοκυτταρικές τα μονοκυτταρικά
      γενική των μονοκυτταρικών των μονοκυτταρικών των μονοκυτταρικών
    αιτιατική τους μονοκυτταρικούς τις μονοκυτταρικές τα μονοκυτταρικά
     κλητική μονοκυτταρικοί μονοκυτταρικές μονοκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοκυτταρικός < μονοκύτταρ(ος) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /mo.no.ci.ta.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μονοκυτταρικός

Επίθετο

μονοκυτταρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.