κοτυληδόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοτυληδόνα οι κοτυληδόνες
      γενική της κοτυληδόνας των κοτυληδόνων
    αιτιατική την κοτυληδόνα τις κοτυληδόνες
     κλητική κοτυληδόνα κοτυληδόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φυτά με μία και δύο κοτυληδόνες

Ετυμολογία

κοτυληδόνα < αρχαία ελληνική κοτυληδών

Ουσιαστικό

κοτυληδόνα θηλυκό

  • το πρώτο (εμβρυακό) φύλλο των φυτών


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.