μονογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονογραφικός | η | μονογραφική | το | μονογραφικό |
| γενική | του | μονογραφικού | της | μονογραφικής | του | μονογραφικού |
| αιτιατική | τον | μονογραφικό | τη | μονογραφική | το | μονογραφικό |
| κλητική | μονογραφικέ | μονογραφική | μονογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονογραφικοί | οι | μονογραφικές | τα | μονογραφικά |
| γενική | των | μονογραφικών | των | μονογραφικών | των | μονογραφικών |
| αιτιατική | τους | μονογραφικούς | τις | μονογραφικές | τα | μονογραφικά |
| κλητική | μονογραφικοί | μονογραφικές | μονογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονογραφικός < μονογραφία / μονογραφή + -ικός
Επίθετο
μονογραφικός
- που έχει σχέση με τη μονογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με τη μονογραφή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Πηγές
- μονογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μονογραφικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.