μονογραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονογραφή οι μονογραφές
      γενική της μονογραφής των μονογραφών
    αιτιατική τη μονογραφή τις μονογραφές
     κλητική μονογραφή μονογραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονογραφή < μονο- + γραφή[1]

Ουσιαστικό

μονογραφή θηλυκό

  1. η υπογραφή που την αποτελούν μόνο τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου
  2. άλλη μορφή του μονογράφηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.