μονογραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μονογραφή | οι | μονογραφές |
| γενική | της | μονογραφής | των | μονογραφών |
| αιτιατική | τη | μονογραφή | τις | μονογραφές |
| κλητική | μονογραφή | μονογραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μονογραφή θηλυκό
- η υπογραφή που την αποτελούν μόνο τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου
- άλλη μορφή του μονογράφηση
Μεταφράσεις
- μονογραφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.