μοναδολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοναδολογία | οι | μοναδολογίες |
| γενική | της | μοναδολογίας | των | μοναδολογιών |
| αιτιατική | τη | μοναδολογία | τις | μοναδολογίες |
| κλητική | μοναδολογία | μοναδολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοναδολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monadologie < αρχαία ελληνική μονάς + λέγω
Ουσιαστικό
μοναδολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία) το φιλοσοφικό / μεταφυσικό σύστημα του φιλοσόφου Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, κατά το οποίο ο κόσμος αποτελείται από τις μονάδες (monades), απλές άυλες οντότητες με δυναμική ουσία και αυθυπαρξία
-
Monadology στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μοναδολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.