αυθυπαρξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυθυπαρξία | οι | αυθυπαρξίες |
| γενική | της | αυθυπαρξίας | των | αυθυπαρξιών |
| αιτιατική | την | αυθυπαρξία | τις | αυθυπαρξίες |
| κλητική | αυθυπαρξία | αυθυπαρξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυθυπαρξία < αυθύπαρκτος < αυτός + υπαρκτός
Ουσιαστικό
αυθυπαρξία θηλυκό
- η ιδιότητα του αυθύπαρκτου, το να υπάρχει κάτι από μόνο του, χωρίς η ύπαρξή του να εξαρτάται από κάτι άλλο
Μεταφράσεις
αυθυπαρξία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.