μονάζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονάζων | η | μονάζουσα | το | μονάζον |
| γενική | του | μονάζοντος | της | μονάζουσας & μοναζούσης* |
του | μονάζοντος |
| αιτιατική | τον | μονάζοντα | τη | μονάζουσα | το | μονάζον |
| κλητική | μονάζων | μονάζουσα | μονάζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονάζοντες | οι | μονάζουσες | τα | μονάζοντα |
| γενική | των | μοναζόντων | των | μοναζουσών | των | μοναζόντων |
| αιτιατική | τους | μονάζοντες | τις | μονάζουσες | τα | μονάζοντα |
| κλητική | μονάζοντες | μονάζουσες | μονάζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονάζων < ελληνιστική κοινή μονάζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μονάζω
Μεταφράσεις
μονάζων
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.