μολυβδούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μολυβδούχος | η | μολυβδούχα | το | μολυβδούχο |
| γενική | του | μολυβδούχου | της | μολυβδούχας | του | μολυβδούχου |
| αιτιατική | τον | μολυβδούχο | τη | μολυβδούχα | το | μολυβδούχο |
| κλητική | μολυβδούχε | μολυβδούχα | μολυβδούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μολυβδούχοι | οι | μολυβδούχες | τα | μολυβδούχα |
| γενική | των | μολυβδούχων | των | μολυβδούχων | των | μολυβδούχων |
| αιτιατική | τους | μολυβδούχους | τις | μολυβδούχες | τα | μολυβδούχα |
| κλητική | μολυβδούχοι | μολυβδούχες | μολυβδούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μολυβδούχος < μόλυβδος + -ούχος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική plombifère[1])
Μεταφράσεις
- μολυβδούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.