μισόγυμνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισόγυμνος | η | μισόγυμνη | το | μισόγυμνο |
| γενική | του | μισόγυμνου | της | μισόγυμνης | του | μισόγυμνου |
| αιτιατική | τον | μισόγυμνο | τη | μισόγυμνη | το | μισόγυμνο |
| κλητική | μισόγυμνε | μισόγυμνη | μισόγυμνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισόγυμνοι | οι | μισόγυμνες | τα | μισόγυμνα |
| γενική | των | μισόγυμνων | των | μισόγυμνων | των | μισόγυμνων |
| αιτιατική | τους | μισόγυμνους | τις | μισόγυμνες | τα | μισόγυμνα |
| κλητική | μισόγυμνοι | μισόγυμνες | μισόγυμνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈso.ʝi.mnos/
Συνώνυμα
- ημίγυμνος (επίσημο)
- μισοντυμένος
Μεταφράσεις
μισόγυμνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.