ημίγυμνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημίγυμνος | η | ημίγυμνη | το | ημίγυμνο |
| γενική | του | ημίγυμνου | της | ημίγυμνης | του | ημίγυμνου |
| αιτιατική | τον | ημίγυμνο | την | ημίγυμνη | το | ημίγυμνο |
| κλητική | ημίγυμνε | ημίγυμνη | ημίγυμνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημίγυμνοι | οι | ημίγυμνες | τα | ημίγυμνα |
| γενική | των | ημίγυμνων | των | ημίγυμνων | των | ημίγυμνων |
| αιτιατική | τους | ημίγυμνους | τις | ημίγυμνες | τα | ημίγυμνα |
| κλητική | ημίγυμνοι | ημίγυμνες | ημίγυμνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημίγυμνος < (ελληνιστική κοινή) ἡμίγυμνος. Συγχρονικά αναλύεται σε ημί- + γυμνός
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.