μισονεϊστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισονεϊστής οι μισονεϊστές
      γενική του μισονεϊστή των μισονεϊστών
    αιτιατική τον μισονεϊστή τους μισονεϊστές
     κλητική μισονεϊστή μισονεϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισονεϊστής < μισονεϊσμός + -ιστής

Ουσιαστικό

μισονεϊστής αρσενικό

  1. (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς τους νέους
     αντώνυμα: φιλονεϊστής
  2. (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς το νέο, το καινούργιο, τις νέες ιδέες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.