μισονεϊστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μισονεϊστής | οι | μισονεϊστές |
| γενική | του | μισονεϊστή | των | μισονεϊστών |
| αιτιατική | τον | μισονεϊστή | τους | μισονεϊστές |
| κλητική | μισονεϊστή | μισονεϊστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισονεϊστής < μισονεϊσμός + -ιστής
Ουσιαστικό
μισονεϊστής αρσενικό
- (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς τους νέους
- (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς το νέο, το καινούργιο, τις νέες ιδέες
Μεταφράσεις
μισονεϊστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.