φιλονεϊστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλονεϊστής οι φιλονεϊστές
      γενική του φιλονεϊστή των φιλονεϊστών
    αιτιατική τον φιλονεϊστή τους φιλονεϊστές
     κλητική φιλονεϊστή φιλονεϊστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλονεϊστής < φιλο- + νέ(ος) + -ιστής, (μαρτυρείται από το 1840)[1]

Ουσιαστικό

φιλονεϊστής αρσενικό

  • αυτός που αγαπά την νέα γενιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.