μισθοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισθοδοσία οι μισθοδοσίες
      γενική της μισθοδοσίας των μισθοδοσιών
    αιτιατική τη μισθοδοσία τις μισθοδοσίες
     κλητική μισθοδοσία μισθοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισθοδοσία < αρχαία ελληνική μισθοδοσία < μισθός + δίδωμι

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.sθo.ðoˈsi.a/

Ουσιαστικό

μισθοδοσία θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του μισθοδοτώ, το δόσιμο του μισθού σε κάποιον
  2. η κατάσταση με τους εκάστοτε μισθούς επιχείρησης, οργανισμού κλπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.