μισγάγκεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μισγάγκεια | οι | μισγάγκειες |
| γενική | της | μισγάγκειας | των | μισγαγκειών |
| αιτιατική | τη | μισγάγκεια | τις | μισγάγκειες |
| κλητική | μισγάγκεια | μισγάγκειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισγάγκεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισγάγκεια
Ουσιαστικό
μισγάγκεια θηλυκό
- (γεωγραφία) η ιδεατή γραμμή συνάντησης ορεινών όγκων, στην οποία ρέει το νερό, στο βαθύτερο σημείο της κοίτης
- (μεταφορικά) η μίξη, η ανάμιξη, το σημείο συνάντησης πολιτισμών, ανάμιξης ιδεών
- ※ Κάποτε όμως λειτούργησαν ως μισγάγκεια από τη μια το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα και από την άλλη οι θεολογικές ανησυχίες
- Βασίλης Γκουτζαμάνης, Νεοφώτιστοι Φλώρινας, Το μετέωρο βήμα μιας παρέμβασης, εκδ. Κορφή, 2003
- ※ Κάποτε όμως λειτούργησαν ως μισγάγκεια από τη μια το ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα και από την άλλη οι θεολογικές ανησυχίες
- μισγάγκη (σπάνιο)
- μισγάγγεια
Μεταφράσεις
μισγάγκεια
|
|
Πηγές
- μισγάγκεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μισγάγκειᾰ | αἱ | μισγάγκειαι |
| γενική | τῆς | μισγαγκείᾱς | τῶν | μισγαγκειῶν |
| δοτική | τῇ | μισγαγκείᾳ | ταῖς | μισγαγκείαις |
| αιτιατική | τὴν | μισγάγκειᾰν | τὰς | μισγαγκείᾱς |
| κλητική ὦ! | μισγάγκειᾰ | μισγάγκειαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισγαγκείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μισγαγκείαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μισγάγκεια θηλυκό
- (γεωγραφία) η ιδεατή γραμμή συνάντησης ορεινών όγκων, στην οποία ρέει το νερό
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 453
- ὡς δ᾽ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ᾽ ὄρεσφι ῥέοντες ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ κρουνῶν ἐκ μεγάλων κοίλης ἔντοσθε χαράδρης
- και ως όταν δύο χείμαρροι, που από τα όρη ρέουν, μέσ᾽ από κεφαλόβρυσα τ᾽ ακράτητα νερά τους σμίγουν εις ένα σύρρυακο στα βάθη του βαράθρου (Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, Ομήρου Ιλιάδα)
- [σχόλιο] ※ ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Eustathii, archiepiscopi thessalonicensis: commentarii ad Homeri Iliadem], Eustathius (Archbishop of Thessalonica) sumtibus J.A.G. Weigel, 1828, σελ. 313
- (μεταφορικά) η μίξη, η ανάμιξη
- ※ 4ος αιώνας πκε Πλάτων, Φίληβος, 62d
- μεθιῶ δὴ τὰς συμπάσας ῥεῖν εἰς τὴν τῆς Ὁμήρου καὶ μάλα ποιητικῆς μισγαγκείας ὑποδοχήν (
- L ας τις αφήσουμε λοιπόν όλες (τις επιστήμες που αναφέρονται στην προηγούμενη πρόταση) να ρεύσουν, στην αναφερόμενη από τον Όμηρο και πολύ ποιητική μισγάγκεια (ένωση και ανάμιξή τους)
- ※ 4ος αιώνας πκε Πλάτων, Φίληβος, 62d
Πηγές
- μισγάγκεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μισγάγκεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ※ Θησαυρός ελληνικής γλώσσης - Thesaurus graecae linguae ab H. Stephano constructus, τόμος 2, Henri Estienne, Edmund Henry Barker, Abraham John Valpy, σελ.649
- η γραμμή ήτις ακολουθεί το χαμηλότερον τμήμα μιάς κοιλάδος, είτε ευρίσκεται υπό το ύδωρ, είτε όχι. Γενικώς, η γραμμή ήτις ακολουθεί το βαθύτερον ή διάμεσον τμήμα μιας κοίτης εαν δε εις τοιούτον όγκοι πολλά συμβάλλωσιν ύδατα, μισγάγκεια τούτο λέγεται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.