μίξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μίξη | οι | μίξεις |
| γενική | της | μίξης* | των | μίξεων |
| αιτιατική | τη | μίξη | τις | μίξεις |
| κλητική | μίξη | μίξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μίξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐ξη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μειγνύω
Μεταφράσεις
μίξη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.