μιλφέιγ

Νέα ελληνικά (el)

Ένα κομμάτι μιλφέιγ.

Ετυμολογία

μιλφέιγ < (άμεσο δάνειο) γαλλική mille-feuille (χίλια φύλλα)

Προφορά

ΔΦΑ : /milˈfei̯ʝ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μιλφέιγ

Ουσιαστικό

μιλφέιγ ουδέτερο άκλιτο

  • γλυκό με συνήθως τρείς στρώσεις φύλλων σφολιάτας που εναλλάσσονται με κρέμα ζαχαροπλαστικής, πασπαλισμένο με άχνη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.