μικροβιοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροβιοφοβία | οι | μικροβιοφοβίες |
| γενική | της | μικροβιοφοβίας | των | μικροβιοφοβιών |
| αιτιατική | τη | μικροβιοφοβία | τις | μικροβιοφοβίες |
| κλητική | μικροβιοφοβία | μικροβιοφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροβιοφοβία < μικρόβιο + -ο- + -φοβία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bactériophobie)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.