μη στατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μη στατικός | η | μη στατική | το | μη στατικό |
| γενική | του | μη στατικού | της | μη στατικής | του | μη στατικού |
| αιτιατική | τον | μη στατικό | τη | μη στατική | το | μη στατικό |
| κλητική | μη στατικέ | μη στατική | μη στατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μη στατικοί | οι | μη στατικές | τα | μη στατικά |
| γενική | των | μη στατικών | των | μη στατικών | των | μη στατικών |
| αιτιατική | τους | μη στατικούς | τις | μη στατικές | τα | μη στατικά |
| κλητική | μη στατικοί | μη στατικές | μη στατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μη στατικός, -ή, -ό
- (προγραμματισμός) η μεταβλητή ή γενικότερα η δομή δεδομένων της οποίας ο χώρος που κατέχει στην κεντρική μνήμη μπορεί να μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης του προγράμματος
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μεταβλητή αντικειμένου
Αντώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.