μηχανογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηχανογραφημένος | η | μηχανογραφημένη | το | μηχανογραφημένο |
| γενική | του | μηχανογραφημένου | της | μηχανογραφημένης | του | μηχανογραφημένου |
| αιτιατική | τον | μηχανογραφημένο | τη | μηχανογραφημένη | το | μηχανογραφημένο |
| κλητική | μηχανογραφημένε | μηχανογραφημένη | μηχανογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηχανογραφημένοι | οι | μηχανογραφημένες | τα | μηχανογραφημένα |
| γενική | των | μηχανογραφημένων | των | μηχανογραφημένων | των | μηχανογραφημένων |
| αιτιατική | τους | μηχανογραφημένους | τις | μηχανογραφημένες | τα | μηχανογραφημένα |
| κλητική | μηχανογραφημένοι | μηχανογραφημένες | μηχανογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μηχανογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηχανογραφώ
Μεταφράσεις
μηχανογραφημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.