μητριαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μητριαίος | η | μητριαία | το | μητριαίο |
| γενική | του | μητριαίου | της | μητριαίας | του | μητριαίου |
| αιτιατική | τον | μητριαίο | τη | μητριαία | το | μητριαίο |
| κλητική | μητριαίε | μητριαία | μητριαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μητριαίοι | οι | μητριαίες | τα | μητριαία |
| γενική | των | μητριαίων | των | μητριαίων | των | μητριαίων |
| αιτιατική | τους | μητριαίους | τις | μητριαίες | τα | μητριαία |
| κλητική | μητριαίοι | μητριαίες | μητριαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μητριαίος -α, -ο
- (ανατομία) που σχετίζεται με τη μήτρα των θηλυκών οργανισμών ή αναφέρεται σε αυτήν
- ※ Αξιολόγηση ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες με έγχρωμο doppler στην αρχή της κύησης για την πρόβλεψη ανάπτυξης υπερτασικών διαταραχών ή μητροπλακουντιακής ανεπάρκειας (Τίτλος διδακτορικής διατριβής)
Μεταφράσεις
μητριαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.