μηνύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηνύτρια | οι | μηνύτριες |
| γενική | της | μηνύτριας | των | μηνυτριών |
| αιτιατική | τη | μηνύτρια | τις | μηνύτριες |
| κλητική | μηνύτρια | μηνύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μηνύτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.