μηνυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηνυμένος | η | μηνυμένη | το | μηνυμένο |
| γενική | του | μηνυμένου | της | μηνυμένης | του | μηνυμένου |
| αιτιατική | τον | μηνυμένο | τη | μηνυμένη | το | μηνυμένο |
| κλητική | μηνυμένε | μηνυμένη | μηνυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηνυμένοι | οι | μηνυμένες | τα | μηνυμένα |
| γενική | των | μηνυμένων | των | μηνυμένων | των | μηνυμένων |
| αιτιατική | τους | μηνυμένους | τις | μηνυμένες | τα | μηνυμένα |
| κλητική | μηνυμένοι | μηνυμένες | μηνυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μηνυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηνύω
Μεταφράσεις
μηνυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.