μηλοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 δείτε την κλίση του αρχαίου μηλοφόρος

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η μηλοφόρος το μηλοφόρο
      γενική του/της μηλοφόρου του μηλοφόρου
    αιτιατική τον/τη μηλοφόρο το μηλοφόρο
     κλητική μηλοφόρε μηλοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηλοφόροι τα μηλοφόρα
      γενική των μηλοφόρων των μηλοφόρων
    αιτιατική τους/τις μηλοφόρους τα μηλοφόρα
     κλητική μηλοφόροι μηλοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηλοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηλοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε μήλο + -φόρος

Επίθετο

μηλοφόρος, -ος, -ον (αρχαιοπρεπές)

  1. αυτός που φέρει / κρατά μήλα
  2. (ιστορία) μέλος του περσικού στρατιωτικού σώματος των μηλοφόρων

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μηλοφόρος τὸ μηλοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς μηλοφόρου τοῦ μηλοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ μηλοφόρ τῷ μηλοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν μηλοφόρον τὸ μηλοφόρον
     κλητική ! μηλοφόρε μηλοφόρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μηλοφόροι τὰ μηλοφόρ
      γενική τῶν μηλοφόρων τῶν μηλοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μηλοφόροις τοῖς μηλοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μηλοφόρους τὰ μηλοφόρ
     κλητική ! μηλοφόροι μηλοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μηλοφόρω τὼ μηλοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν μηλοφόροιν τοῖν μηλοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηλοφόρος < μῆλ(ον) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

μηλοφόρος, -ος, -ον

  1. αυτός που φέρει / κρατά μήλα
  2. (στρατιωτικός όρος) μέλος του στρατιωτικού σώματος των μηλοφόρων (της φρουράς του Πέρση βασιλιά, των οποίων οι λόγχες έφεραν αργυρά ή χρυσά μήλα)
      2ος αιώνας ΚΕ, Πολύαινος, Στρατηγικά, βιβλίο τέταρτο, 24 @books.google
    Πέρσαι μὲν πρῶτοι πεντακόσιοι μηλοφόροι περὶ τὴν σκηνὴν ἐντὸς ἵσταντο

  • μᾱλοφόρος δωρικός τύπος

Συγγενικά

  • μηλοφορέω
  • μηλοφορία
  •  και δείτε τις λέξεις μῆλον και -φόρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.