μηλοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
→ δείτε την κλίση του αρχαίου μηλοφόρος
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | μηλοφόρος | το | μηλοφόρο | ||
| γενική | του/της | μηλοφόρου | του | μηλοφόρου | ||
| αιτιατική | τον/τη | μηλοφόρο | το | μηλοφόρο | ||
| κλητική | μηλοφόρε | μηλοφόρο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | μηλοφόροι | τα | μηλοφόρα | ||
| γενική | των | μηλοφόρων | των | μηλοφόρων | ||
| αιτιατική | τους/τις | μηλοφόρους | τα | μηλοφόρα | ||
| κλητική | μηλοφόροι | μηλοφόρα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μηλοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηλοφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε μήλο + -φόρος
Επίθετο
μηλοφόρος, -ος, -ον (αρχαιοπρεπές)
Μεταφράσεις
μηλοφόρος
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μηλοφόρος | τὸ | μηλοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | μηλοφόρου | τοῦ | μηλοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | μηλοφόρῳ | τῷ | μηλοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μηλοφόρον | τὸ | μηλοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | μηλοφόρε | μηλοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | μηλοφόροι | τὰ | μηλοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | μηλοφόρων | τῶν | μηλοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | μηλοφόροις | τοῖς | μηλοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | μηλοφόρους | τὰ | μηλοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | μηλοφόροι | μηλοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηλοφόρω | τὼ | μηλοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μηλοφόροιν | τοῖν | μηλοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μηλοφόρος, -ος, -ον
- αυτός που φέρει / κρατά μήλα
- (στρατιωτικός όρος) μέλος του στρατιωτικού σώματος των μηλοφόρων (της φρουράς του Πέρση βασιλιά, των οποίων οι λόγχες έφεραν αργυρά ή χρυσά μήλα)
- ※ 2ος αιώνας ΚΕ, Πολύαινος, Στρατηγικά, βιβλίο τέταρτο, 24 @books.google
- Πέρσαι μὲν πρῶτοι πεντακόσιοι μηλοφόροι περὶ τὴν σκηνὴν ἐντὸς ἵσταντο
- ※ 2ος αιώνας ΚΕ, Πολύαινος, Στρατηγικά, βιβλίο τέταρτο, 24 @books.google
- μᾱλοφόρος δωρικός τύπος
Πηγές
- μηλοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηλοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.