μηλοβολημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηλοβολημένος η μηλοβολημένη το μηλοβολημένο
      γενική του μηλοβολημένου της μηλοβολημένης του μηλοβολημένου
    αιτιατική τον μηλοβολημένο τη μηλοβολημένη το μηλοβολημένο
     κλητική μηλοβολημένε μηλοβολημένη μηλοβολημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηλοβολημένοι οι μηλοβολημένες τα μηλοβολημένα
      γενική των μηλοβολημένων των μηλοβολημένων των μηλοβολημένων
    αιτιατική τους μηλοβολημένους τις μηλοβολημένες τα μηλοβολημένα
     κλητική μηλοβολημένοι μηλοβολημένες μηλοβολημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηλοβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηλοβολώ

Μετοχή

μηλοβολημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.