μετενσαρκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μετενσαρκωμένος | η | μετενσαρκωμένη | το | μετενσαρκωμένο |
| γενική | του | μετενσαρκωμένου | της | μετενσαρκωμένης | του | μετενσαρκωμένου |
| αιτιατική | τον | μετενσαρκωμένο | τη | μετενσαρκωμένη | το | μετενσαρκωμένο |
| κλητική | μετενσαρκωμένε | μετενσαρκωμένη | μετενσαρκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μετενσαρκωμένοι | οι | μετενσαρκωμένες | τα | μετενσαρκωμένα |
| γενική | των | μετενσαρκωμένων | των | μετενσαρκωμένων | των | μετενσαρκωμένων |
| αιτιατική | τους | μετενσαρκωμένους | τις | μετενσαρκωμένες | τα | μετενσαρκωμένα |
| κλητική | μετενσαρκωμένοι | μετενσαρκωμένες | μετενσαρκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
μετενσαρκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.