μετεκπαιδεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μετεκπαιδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μετεκπαιδεύω
  2. θα μετεκπαιδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μετεκπαιδεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μετεκπαιδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετεκπαίδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.