μεταφύτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταφύτευση | οι | μεταφυτεύσεις |
| γενική | της | μεταφύτευσης* | των | μεταφυτεύσεων |
| αιτιατική | τη | μεταφύτευση | τις | μεταφυτεύσεις |
| κλητική | μεταφύτευση | μεταφυτεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφυτεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταφύτευση < (ελληνιστική κοινή) μεταφύτευσις
Ουσιαστικό
μεταφύτευση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία βγάζουμε ένα φυτό από τη θέση του μαζί με τις ρίζες του και το φυτεύουμε ξανά σε άλλο σημείο
- (μεταφορικά) η μεταφορά στοιχείων του πολιτισμού ενός λαού σε έναν άλλο
Συγγενικά
- μετεμφύτευση
Μεταφράσεις
μεταφύτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.