μεταφύτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταφύτευση οι μεταφυτεύσεις
      γενική της μεταφύτευσης* των μεταφυτεύσεων
    αιτιατική τη μεταφύτευση τις μεταφυτεύσεις
     κλητική μεταφύτευση μεταφυτεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφυτεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταφύτευση < (ελληνιστική κοινή) μεταφύτευσις

Ουσιαστικό

μεταφύτευση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία βγάζουμε ένα φυτό από τη θέση του μαζί με τις ρίζες του και το φυτεύουμε ξανά σε άλλο σημείο
  2. (μεταφορικά) η μεταφορά στοιχείων του πολιτισμού ενός λαού σε έναν άλλο

Συγγενικά

  • μετεμφύτευση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.