μεταπωλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταπωλημένος | η | μεταπωλημένη | το | μεταπωλημένο |
| γενική | του | μεταπωλημένου | της | μεταπωλημένης | του | μεταπωλημένου |
| αιτιατική | τον | μεταπωλημένο | τη | μεταπωλημένη | το | μεταπωλημένο |
| κλητική | μεταπωλημένε | μεταπωλημένη | μεταπωλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταπωλημένοι | οι | μεταπωλημένες | τα | μεταπωλημένα |
| γενική | των | μεταπωλημένων | των | μεταπωλημένων | των | μεταπωλημένων |
| αιτιατική | τους | μεταπωλημένους | τις | μεταπωλημένες | τα | μεταπωλημένα |
| κλητική | μεταπωλημένοι | μεταπωλημένες | μεταπωλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μεταπωλημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.